κράζων

κράζων
κράζω
croak
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακράζω — (AM) μσν. φωνάζω εναντίον κάποιου αρχ. ξεπερνώ κάποιον στις κραυγές («κατακεκράξομαί σε κράζων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”